- περιεστικός
- -ή, -όν, Α [περίειμι (Ι)]αυτός που προμηνύει ανάρρωση («τίνι τούτων ὀξὺ καὶ θανατῶδες ἢ περιεστικόν», Ιπποκρ.).επίρρ...περιεστικῶςμε τρόπο που προμηνύει ανάρρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιεστικός — sum masc nom sg περϊεστικός , περιστίζω prick perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεστικά — περιεστικός sum neut nom/voc/acc pl περιεστικά̱ , περιεστικός sum fem nom/voc/acc dual περιεστικά̱ , περιεστικός sum fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεστικῶν — περιεστικός sum fem gen pl περιεστικός sum masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεστικόν — περιεστικός sum masc acc sg περιεστικός sum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεστικῶς — περιεστικός sum adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεστικώτατος — περιεστικός sum masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεστικώτερα — περιεστικός sum neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)